Το «κόστος» της δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης…

Ώρα πρωινή, στο παλιό νοσοκομείο της Λάρνακας… Είπα κι εγώ, για πρώτη φορά, να επωφεληθώ των δικαιωμάτων μου για δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, η οποία στο τέλος, όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν και τόσο δωρεάν …

Φτάνοντας στο νοσοκομείο μπαίνω στο πρώτο κτίριο που βλέπω μπροστά μου και πέφτω σε μια μεγάλη ουρά, Ουρά 1. Κυρίως ηλικιωμένοι άνθρωποι κατά βάση ιδρωμένοι, ταλαιπωρημένοι, που ξεφυσούσαν με τρόπο που να ακούγονται… «Εδώ γράφονται;», ρωτάω εγώ. «Ναι, κόρη μου», μου κάνει μια συμπαθέστατη γιαγιά, «περιμένουμεν ούλλοι το γυρί μας». Παίρνω, λοιπόν, κι εγώ θέση με την ανάλογη χαρτούρα στο χέρι, μέχρι να έρθει το «γυρί» μου. Δεν περνάει πολλή ώρα και αρχίζω να νιώθω δυσφορία, να ζεσταίνομαι, να ιδρώνω. Κοιτάω γύρω μου. Παλιό χτίριο, πανάρχαια έπιπλα, βρώμικοι τοίχοι. Πέφτει το μάτι μου σε ένα παλιό κλιματιστικό σ΄ έναν τοίχο, να προσπαθεί μάταια να σπάσει τη ζέστη και να καταριέται την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκε σ΄ εκείνο τον τοίχο. Ο κόσμος να διαμαρτύρεται, όσο περνάει η ώρα και πιο έντονα «Κάμετε κάτι, εν αντέχουμεν, είμαστεν άρρωστοι, εννά μας πεθάνετε». Καμία απάντηση, φαίνεται, ανέπτυξαν μηχανισμούς απάθειας οι εργαζόμενοι εκεί. Ένας κύριος, με πιο ανεπτυγμένη, προφανώς, την αίσθηση του χιούμορ, αλλά και τις αντοχές, παραπονιόταν ότι έπαθε ψύξη από το κλιματιστικό. Οι γιαγιάδες και οι παππούδες ψάχνουν κατάκοποι, ιδρωμένοι ένα παγκάκι να ακουμπήσουν, για να μην καταρρεύσουν, και να έχουν και το άγχος να μη χάσουν τη σειρά τους, «ήμουν δαμέ, θυμάσαι έννεν, εννά ρτω σε λίον, εν ημπόρω να στέκουμαι»… Κοιτούσα τους παππούδες και τις γιαγιάδες μέσα στην ταλαιπωρία και σφιγγόταν η καρδιά μου. Ένιωθα θυμό, πλάκωμα…

Εν τω μεταξύ τα ιατρεία μέσα ήταν σχεδόν άδεια, αφού όλοι είχαμε κολλήσει στην Ουρά 1 για να «γραφτούμε» να μας δουν οι γιατροί. Με τον κίνδυνο, βέβαια, να έρθει το μεσημέρι, να σχολάσουν οι γιατροί και να μην τους προλάβουμε κιόλας… Πώς να μην κολλήσεις στην ουρά, όταν εξυπηρετεί ουσιαστικά ΜΙΑ μόνο κυρία, η οποία ήταν λες και βρισκόταν σε άλλη χρονική διάσταση από τη δικιά μας. Ο χρόνος δεν υπήρχε γι΄ αυτήν, όλα γίνονταν αργά και βασανιστικά, όσο βασανιστικός ήταν και ο ιδρώτας που κυλούσε στο πρόσωπό μας. Εκεί, λοιπόν γραφόσουν και πλήρωνες για το γιατρό που ήθελες να σε δει. Τα ποσά διέφεραν, αναλόγως ειδικότητας, 3 ευρώ οι παθολόγοι και 6 ευρώ οι άλλες ειδικότητες, απ΄ ότι πήρε το αυτί μου… Ένας άλλος κύριος χαμένος σε κάτι φακέλους (με τους ίδιους ρυθμούς) και μια ακόμη κυρία έδινε ένσημα, σχετικά νέο φρούτο κι αυτό, και πληρωνόταν για τα φάρμακα, 0,50 σεντ το φάρμακο.

Άλλο μπέρδεμα κι αυτό! Ο κόσμος δεν ήξερε καν τι ήταν αυτά τα ένσημα, γιατί τα χρειάζονταν, πού έπρεπε να πληρώσουν για τα φάρμακα και πότε και κυρίως γιατί… Ενημέρωση συγκεχυμένη. Ρωτούσε ο ένας τον άλλον για να βγάλει άκρη. Και επανέρχομαι στο 0,50 σεντ των φαρμάκων. Στην αρχή, εντάξει, σκέφτηκα μέσα μου, σιγά το πόσο…! Αυτό που δε σκέφτηκα ήταν ότι οι γιαγιάδες και οι παππούδες δεν πήγαιναν εκεί για ένα μόνο φάρμακο…«10 ευρώ γιαγιά για τα φάρμακά σου», και 6 που πλήρωσε πιο πριν, για το γιατρό που γράφτηκεΑν ήταν παθολόγος μόνο 3 ευρώ, αλλά, έλα που η καημένη η γιαγιά δεν έπασχε από κρυολόγημα. Επίσης, όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό, υπήρχε κόσμος που δεν είχε ούτε τα 0,50 σεντ για να πάρει τα φάρμακα του και παρακαλούσε να του δώσουν οι άνθρωποι που στέκονταν εκεί. Παρακαλούσε με το κεφάλι σκυμμένο, βάζοντας στην άκρη την αξιοπρέπεια του νιώθοντας ντροπή που βρέθηκε σε εκείνη τη θέση, που τον έφεραν σ΄ εκείνη τη θέση…

Μετά, λοιπόν, από αρκετή ώρα γκρίνιας, ταλαιπωρίας, κούρασης και με τα νεύρα κουρέλια γράφεσαι επιτέλους. Η επίσκεψή μου στο γιατρό κράτησε 5 λεπτά, είπαμε το ζόρι ήταν να περάσεις την Ουρά 1. Γράφοντάς μου την αγωγή ο γιατρός μου λέει, «θα πάρετε και αυτό το φάρμακο, το οποίο κάνει 30 ευρώ, αλλά δεν το έχουμε στο νοσοκομείο, το άλλο που σας γράφω το έχουμε (όχι, δεν ήταν ακριβό το δεύτερο για να πεις, έστω γλιτώσαμε αυτό, μια φθηνή κρεμούλα ήταν)». Ξαφνικά ένιωσα τη δωρεάν ιατροφαρμακευτική μου περίθαλψη να πηγαίνει περίπατο.

Παίρνω τη συνταγή και βαδίζω προς το Φαρμακείο. Αντικρίζω την Ουρά 2 που ήταν σαφώς μεγαλύτερη. Η ίδια γκρίνια και ταλαιπωρία κι εδώ. Να εξυπηρετούν 2 μόνο άτομα με, επίσης, χαλαρούς σχετικά ρυθμούς. Ανοργανωσιά και προχειρότητα. Ξεκάθαρη ουρά δεν υπήρχε, οπότε διείσδυαν και κάτι «περαστικοί» από τα πλάγια. Αν τώρα τους ¨έπιανες στα πράσα¨ και τους έκανες καμιά παρατήρηση άκουγες διάφορα «Εν η κόρη μου έξω τζαι περιμένει στον ήλιο… Μα ήμουν που πριν εν με είδες;… Εν ημπόρω είμαι άρρωστη (ασχέτως αν πριν που ανέβαινε τις σκάλες η κυρία έδειχνε αρκετά «ζωηρή») κλπ κλπ. Τι να κάνουμε; Είναι κι αυτά τα άσχημα χαρακτηριστικά που έχουμε ως λαός, που ακόμη κι όταν μας είπαν Ευρωπαίους, δεν είπαν να υποχωρήσουν...

Ένας παππούς δίπλα μου, ανέλαβε το ρόλο του ¨ελεγκτή¨ των περαστικών, μιας και κανείς δεν έλεγχε την κατάσταση από το Νοσοκομείο. Κάποια στιγμή τον ακούω να φωνάζει «Πού πάεις κυρία μου; Έννεν η σειρά σου δαμέ». «Άφησμε κύριε, εν ημπόρω, εννά πεθάνω», απαντάει εκείνη. Την κοιτάζω και για να είμαι ειλικρινής δε φαινόταν και τόσο ετοιμοθάνατη η κυρία, η οποία είχε μπει με τον ίδιο τρόπο στην Ουρά 1 προηγουμένως. Της απαντάει, λοιπόν, ο παππούς «Καλάν, τζαι αφού εννά πεθάνεις τα χάπια τι τα θέλεις;;» Ξεχνώντας τα νεύρα και την ταλαιπωρία μας σκάσαμε όλοι στα γέλια.

Όταν κάποια στιγμή, επιτέλους, τελειώνει το όλο πράγμα φεύγεις πιο άρρωστος από πριν και, κυρίως, με τσαλακωμένη την αξιοπρέπεια και την περηφάνια σου… Από τις 8:30 τελείωσα κάπου στις 11:00. Ταλαιπωρία, κούραση, νεύρα, πνίξιμο, δυσφορία, γιατροί και φάρμακα όχι τόσο «δωρεάν»… Έφυγα καταϊδρωμένη, με πόνο στο στομάχι και πονοκέφαλο από τις σκέψεις που τριγυρνούσαν στο μυαλό μου. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο ένιωσα λες και είχα φάει ένα δυνατό χαστούκι.

Οι εικόνες των ταλαιπωρημένων παππούδων και γιαγιάδων από την ανοργανωσιά, την ελλιπή ενημέρωση, την απουσία βασικών αξιοπρεπών συνθηκών στο νοσοκομείο, καρφωμένες στο μυαλό μου, εικόνες κατάντιας και ντροπής σε μια χώρα, υποτίθεται ανεπτυγμένη.

Δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη;; Αν κάνουμε την πρόσθεση το κόστος είναι τεράστιο σε όλα τα επίπεδα και κυρίως στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Όσοι μπορούν, την αποφεύγουν και καταριόνται την ώρα που την χρειάστηκαν κάποια στιγμή, όσοι δεν έχουν επιλογή, υποχρεώνονται να υπομένουν και να πνίγουν και την αξιοπρέπεια και τον πόνο και την ταλαιπωρία και το παράπονό τους… .… Έλεος, με ανθρώπους έχετε να κάνετε, ψιθύρισα κάποια στιγμή, στο αυτοκίνητο, απευθυνόμενη στο κράτος προνοίας μας… και ένιωσα το πνίξιμο να φτάνει στα μάτια μου…

 

ΓΙΑ TO ΡΑΔΙΟ ΠΑΦΟΣ

Ελένη Παρτασά